Τα Κοτύωρα ήταν μία από τις αποικίες της Σινώπης στα παράλια του Πόντου, μεταξύ της Αμισού και της Κερασούντος. Η πόλη, όπως και οι υπόλοιπες αποικίες της Σινώπης πλήρωνε φόρο στην μητρόπολή της. Οι πληροφορίες για την ελληνική αποικία είναι ελάχιστες και περιορίζονται στα κείμενα των αρχαίων συγγραφέων. Ο Ξενοφών και οι Μύριοι επισκέφθηκαν τα Κοτύωρα και στρατοπέδευσαν εκτός των τειχών της πόλης για σαράντα πέντε ημέρες. Εκεί περίμεναν τη βοήθεια των Σινωπέων και των Ηρακλειωτών, που θα τους παρείχαν πλοία προκειμένου να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Οι κάτοικοι της ελληνικής αποικίας ωστόσο αντιμετώπισαν με επιφυλακτικότητα τους Έλληνες, δεν τους επέτρεψαν να εισέλθουν εντός των τειχών ούτε τους παρείχαν εφόδια. Οι Μύριοι αντιδρώντας στην αφιλόξενη συμπεριφορά των Κοτυωριτών άρχισαν αν κλέβουν τρόφιμα και εφόδια από την πόλη. Την εξομάλυνση της κατάστασης και την λύση της παρεξήγησης ανέλαβαν πρέσβεις της Σινώπης που στάλθηκαν στον Ξενοφώντα.
Κατά την ελληνιστική εποχή τα Κοτύωρα κατακτήθηκαν από τους Μιθριδάτες βασιλείς και αποτέλεσαν τμήμα το Βασιλείου του Πόντου. Μετά την ίδρυση της Φαρνάκειας ωστόσο και τη μετακίνηση μεγάλου μέρους του πληθυσμού των Κοτυώρων εκεί, η παλαιά ελληνική πόλη ερήμωσε και συρρικνώθηκε. Τέτοια ήταν η παρακμή των Κοτυώρων, ώστε ο Στράβων χρησιμοποιεί τον όρο πολίχνη, όταν αναφέρεται σε αυτά και ο Αρριανός τα περιγράφει ως ένα απλό χωριό.
Η ακριβής θέση της αρχαίας πόλης δεν έχει εντοπισθεί καθώς δεν έχει διεξαχθεί συστηματική αρχαιολογική έρευνα στην περιοχή. Η σύγχρονη πόλη Ορντού φαίνεται πως έχει αναπτυχθεί πάνω στα κατάλοιπα της αρχαίας ελληνικής αποικίας. Περιηγητές του 19ου αιώνα, αναγνώρισαν τη θέση του αρχαίου λιμανιού, που ήταν λαξευμένο στο βράχο καθώς και της ακρόπολης στο λόφο Boz Tepe, όπου ήταν ορατά τμήματα ενός οχυρωματικού τείχους και μίας σήραγγας.
