Η Ιερά, Βασιλική, Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή του Τιμίου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου Βαζελώνος κτίστηκε στους πρόποδες των απόκρημνων βράχων του όρους Zaboulon, σε υψόμετρο 1210 μ. περίπου. Πιστεύεται ότι ιδρύθηκε το 270 μ.Χ., χρονολογία αρκετά πρώιμη που το καθιστά ένα από τα αρχαιότερα μοναστήρια στην Ανατολία. Στην αρχική του αυτή φάση, που περιελάμβανε ένα παρεκκλήσιο, είχε ανεγερθεί στο σημείο σύνδεσης των ποταμών Yahya και Değirmendere. Τον 6ο αι. ο ναός καταστράφηκε από τις επιθέσεις των Περσών, και η Μονή επανιδρύεται στην σημερινή της θέση με αυτοκρατορική χορηγία του Ιουστινιανού Α΄(527-565). Ένα παρεκκλήσιο κτίζεται στη σπηλιά κάτω από τα βράχια και δίπλα σε αυτό το μοναστικό συγκρότημα, το οποίο διευρύνθηκε διαδοχικά τους επόμενους αιώνες (7ος – 8ος αι.). Οι Μεγαλοκομνηνοί βασιλείς του 13ου και 14ου αι. στάθηκαν οι κύριοι ανακαινιστές του, οι οποίοι φρόντισαν επίσης να παραχωρήσουν φορολογική ατέλεια, εργατικό δυναμικό, καθώς και τα έσοδα εννέα χωριών.
Η Μονή του Αγίου Ιωάννη Βαζελώνα εξελίχθηκε στο ισχυρότερο μοναστήρι της περιοχής της Ματσούκας (Maçka), ευρισκόμενο στην πορεία του ιστορικού δρόμου του μεταξιού και έχοντας υπό τον έλεγχό του όλες τις εύφορες εκτάσεις και κατ’ επέκταση τα πλούσια έσοδα της περιοχής. Όταν ωστόσο η ιστορική αυτή εμπορική διαδρομή άρχισε σταδιακά κατά τον 19ο αι. να καταρρέει, η Μονή Βαζελώνος άρχισε επίσης να χάνει τη σημασία και τις προσόδους της.
Το αρχειακό της υλικό συνιστά μια ιδιαίτερα πολύτιμη παρακαταθήκη, καθώς τα έγγραφα (Acta) και το μητρώο βαπτίσεων παραδίδουν ζωτικής σημασίας πληροφορίες σχετικά με τη δημογραφική δομή του Βασιλείου των Κομνηνών της Τραπεζούντας κατά την ύστερη βυζαντινή περίοδο, ενώ παράλληλα οι καταχωρήσεις των συμβολαίων και συμφωνιών μεταξύ της Μονής και κατοίκων της περιοχής, όπως και των τελευταίων μεταξύ τους, και οι καταγραφές των δωρεών, πωλήσεων, δεσμεύσεων, εγκρίσεων, αποφάσεων, κτηματολογικών απογραφών και διαθηκών, παρουσιάζουν ανάγλυφα την ιστορία της περιοχής σε μία μακρά περίοδο από τον 8ο (772) μέχρι και τον 19ο αι. Το σύνολο του υλικού περιλαμβάνονταν στους πέντε χειρόγραφους κώδικες, από τους οποίους έχουν κυρίως διατηρηθεί οι δύο, κώδικες Β και Ε, στο Μουσείο της Άγκυρας (Τουρκική Ιστορική Εταιρεία) και στη Ρωσική Δημόσια Βιβλιοθήκη της Αγίας Πετρούπολης αντίστοιχα.
Το τριώροφο, όπως συνάγεται από τα σωζόμενα ερείπια, οικοδόμημα των αρχών του 20ου αιώνα, διέθετε πολυάριθμα δωμάτια φιλοξενίας και ευρύχωρες τραπεζαρίες, καθώς και κωδωνοστάσιο που αποτυπώνεται στις απεικονίσεις της εποχής. Το παρεκκλήσι του Προφήτη Ηλία, που σώζεται δίπλα στη Μονή έχει συσχετισθεί με την αφιερωμένη στον Προφήτη Ηλία Σκήτη, και διατηρεί τοιχογραφικό διάκοσμο που έχει αποδοθεί στον 13ο αι. Το μοναστήρι εγκαταλείπεται το 1923, όταν ο τελευταίος μοναχός διέσωσε και μετέφερε την εικόνα του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου στην Ελλάδα.