Η Ιερά, Αυτοκρατορική, Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή της Παναγίας Σουμελά, θρησκευτική και πνευματική εστία του Ελληνισμού του Ευξείνου Πόντου, ορθώνεται στην δασωμένη πλαγιά του ομώνυμου όρους. Σκαρφαλωμένη στον βράχο δεσπόζει στην κοιλάδα που διασχίζεται από το ποτάμι της Παναγίας. Σε αυτό το μέρος σύμφωνα με την παράδοση, έφθασαν τον 4ο αι. από την Αθήνα οι μοναχοί Βαρνάβας και Σωφρόνιος, όπου θαυμασίως ανέσυραν την Αχειροποίητη εικόνα της Θεοτόκου από το ιερό σπήλαιο. Το σπήλαιο, όπως και το Αγίασμα που ανέβλυζε δίπλα από αυτό αποτέλεσαν τους κύριους πυρήνες της ασκητικής πολιτείας, που γνώρισε τη μεγαλύτερη ακμή της στα χρόνια των Μεγαλοκομνηνών αυτοκρατόρων της Τραπεζούντας.
Πρώτο αυτοκρατορικό χρυσόβουλο που απαριθμεί τα δίκαια της μονής είναι αυτό του Ιωάννη Β΄(1280-1297). Στα χρόνια του κτήτορα και ανακαινιστή Αλέξιου Γ΄ (1349-1390), εκδίδεται δεύτερο χρυσόβουλο, ως ελάχιστο αντίδωρο για τη σωτηρία του από ναυάγιο, που παραχωρεί φορολογική ατέλεια και επεκτείνει τις ιδιοκτησίες της μονής, ενώ παράλληλα το συγκρότημα αποκτά φρουριακή μορφή με τείχη και πύργους. Ο αυτοκράτορας οικοδόμησε κελιά, ανακαίνισε το ναό του σπηλαίου και αφιέρωσε πιθανόν την εικόνα της Παναγίας που βρίσκεται σήμερα στην Εθνική Πινακοθήκη της Ιρλανδίας, ενώ ο διάδοχός του, Μανουήλ ΙΙΙ (1390-1417), δώρισε μία πολύτιμη σταυροθήκη με τεμάχιο Τιμίου Ξύλου. Μετά την οθωμανική κατάκτηση της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας το 1461, τα προνόμια της μονής διατηρούνται και επικυρώνονται από τον διοικητή της περιφέρειας Τραπεζούντας (1489-1512) και μετέπειτα σουλτάνο Σελίμ Α΄(1512-1520), ο οποίος της αφιέρωσε δύο αργυρά κηροπήγια.
Με την ανασύσταση των αργυρομεταλλείων της Χαλδίας τον 17ο αι. το μοναστήρι γνωρίζει μια δεύτερη περίοδο ακμής, με ανακτήσεις και ανακαινίσεις. Στην εποχή αυτή αποδίδονται τα τοιχογραφικά σύνολα των παρεκκλησίων, και ιδιαίτερα του Τιμίου Σταυρού και του Ιερού σπηλαίου (17ος-18ος αι.). Επόμενος σταθμός ευημερίας και πλούτου είναι το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, με χρονολογία αφετηρίας το 1864 που εγκαινιάζει ένα εκτεταμένο οικοδομικό πρόγραμμα. Η μονή αποκτά νέα πρόσβαση, υδραγωγείο, βιβλιοθήκη και τετραώροφο ξενώνα που συγκροτεί τη σημερινή κτιστή, ενσωματωμένη στο βράχο όψη. Κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο η Παναγία Σουμελά βρίσκεται στο προσκήνιο των ρωσοτουρκικών διενέξεων για την περιοχή. Η τελευταία καταχώρηση στο βιβλίο των επισκεπτών της έχει την ημερομηνία 24 Ιουνίου 1921, οι τελευταίοι μοναχοί την εγκαταλείπουν το 1923 και το 1930 τα σεπτά προσκυνήματα μεταφέρονται στην Ελλάδα.