Ο Πόντος κατά την Αρχαιότητα

Οι ελληνικές αποικίες των παραλίων του Ευξείνου Πόντου αποτελούσαν νησίδες μεταξύ των περιοχών, όπου κατοικούσαν αλλοεθνή φύλα. Το έντονο γεωγραφικό ανάγλυφο των νοτίων ακτών του Ευξείνου Πόντου επηρέασε την κατανομή των μικρών αυτών εθνοτικών ομάδων, οι οποίες κατοικούσαν σε γειτονικές περιοχές, αποκομμένες, ωστόσο, η μία από την άλλη. Γνωστοί από τις γραπτές πηγές και τα αρχαιολογικά ευρήματα είναι οι Βιθύνιοι, οι Μαριανδρυνοί, οι Καύκωνες, οι Παφλαγόνιοι, οι Σύροι ή Λευκοσύροι ή Ασσύριοι ή Καππαδόκες, οι Χάλυβες, οι Τιβαρηνοί, των Μοσσυνοίκοι, οι Μάκρωνες, οι Χοί, και οι Δρίλαι.

Η συμβίωση με τα ντόπια φύλλα αναπόφευκτα επηρέασε το νεοφερμένο ελληνικό πληθυσμό. Φαίνεται, ωστόσο, πως η επίδραση των ντόπιων χαρακτηριστικών στον ελληνικό πολιτισμό ήταν μικρή, καθώς τα αρχαιολογικά ευρήματα και οι γραπτές πηγές υποδηλώνουν τη διατήρηση των χαρακτηριστικών της μητροπολιτικής προέλευσης των Ελλήνων. Ενδεικτική είναι η μαρτυρία του Ξενοφώντα, που διέμεινε στην Τραπεζούντα τριάντα ημέρες. Στο κείμενό του αναφέρεται στην πόλη ως ‘Ελληνίδα, μεγάλην και ευδαίμονα’, περιγράφει τους αθλητικούς αγώνες, που έγιναν προς τιμή του Δωδεκάθεου, την ελληνοπρέπεια με την οποία εορτάστηκαν καθώς και την τέλεση του ένοπλου πυρρίχιου χορού.

Οι ελληνικές πόλεις του Πόντου βάσιζαν κατά κύριο λόγο την οικονομία και κατά συνέπεια την αυτάρκεια και αυτονομία τους στη γεωργική παραγωγή, τη ναυτιλία και το εμπόριο. Ως πολιτικές και κοινωνικές οντότητες, δεν διάφεραν από τις πόλεις του μητροπολιτικού Ελλαδικού χώρου. Επιπλέον, διατήρησαν τις ίδιες θρησκευτικές, μυθολογικές και πολιτιστικές παραδόσεις, ενώ διαπιστώνεται, επίσης, συνέχεια στη πολεοδομική και αρχιτεκτονική ελληνική παράδοση. Οι εύρωστες από αυτές διέθεταν μνημειώδη δημόσια κτήρια, ιερά, οχυρώσεις και μεγαλόπρεπες ιδιωτικές κατοικίες.

Όπως βεβαιώνεται από τα αρχαιολογικά ευρήματα και πρωτίστως τις γραπτές πηγές οι ελληνικές πόλεις του Ευξείνου Πόντου διέθεταν πλούσια καλλιτεχνική και πνευματική παραγωγή, η οποία τροφοδοτούταν από τα ταξίδια των Ελλήνων καλλιτεχνών. Οι πιο γνωστοί εκπρόσωποι της πνευματικής ζωής των πόλεων του Πόντου είναι ο κυνικός φιλόσοφος, Διογένης ο Σινωπεύς, ο ποιητής της Νέας Κωμωδίας Δίφιλος, ο ιστορικός Βάτον, ο μαθηματικός Διονυσόδωρος από την Αμισό, ο γραμματικός Τυραννίων και ο γεωγράφος Στράβων από την Αμάσεια.

Όταν ο Μέγας Αλέξανδρος βρέθηκε στη Μικρά Ασία, στα πλαίσια της εκστρατείας του στην Ανατολή, αποφάσισε να μην μεταβεί την περιοχή του Πόντου, καθώς δεν είχε σκοπό να επιτεθεί σε ελληνικές πόλεις. Στη συνέχεια, στρατοπέδευσε κοντά στη θέση, όπου αργότερα ιδρύθηκε η Άγκυρα και εκεί δέχθηκε πρέσβεις από τις ελληνικές πόλεις των παραλίων, οι οποίοι αναγνώρισαν την κυριαρχία του στην περιοχή. Σε αντάλλαγμα, ο Αλέξανδρος επέτρεψε σε αυτές να είναι αυτόνομες, ενώ συγκεκριμένα για την Αμισό γνωρίζουμε πως της παραχωρήθηκε το δικαίωμα να διατηρήσει και το δημοκρατικό της πολίτευμα.

Μετά το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου η περιοχή του Πόντου, από την Παφλαγονία ως την Τραπεζούντα καθώς και η Καππαδοκία πέρασαν στη δικαιοδοσία του Μακεδόνα στρατηγού Ευμένη. Τα χρόνια που ακολούθησαν χαρακτηρίζονται από συνεχείς εντάσεις και συγκρούσεις μεταξύ των διαδόχων του Αλεξάνδρου, οι οποίες επηρέασαν και την περιοχή του Πόντου.

Στο ταραχώδες περιβάλλον της ελληνιστικής περιόδου, ο Μιθριδάτης Ι ο Κτίστης, ο ιδρυτής του Βασιλείου Πόντου, εκμεταλλευόμενος τις περιστάσεις εγκαθίδρυσε την εξουσία, που παραδοσιακά ασκούσε η οικογένειά του στα πλαίσια της Περσικής Αυτοκρατορίας, στην περιοχή της ανατολικής Παφλαγονίας. Με ορμητήριο το οχυρό Κιμίατα, στο βουνό Όλγασσυς, επέκτεινε σταδιακά τις κτήσεις του ανατολικά, ιδρύοντας το 301 π.Χ. το Βασίλειο του Πόντου με πρωτεύουσα την οχυρή πόλης της Αμάσειας.

Παρά τη σθεναρή τους αντίσταση, οι ελληνικές πόλεις των παραλίων, σταδιακά κατακτήθηκαν όλες από τη δυναστεία των Μιθριδατών και εντάχθηκαν στον βασίλειο του Πόντου. Οι περισσότερες, ωστόσο, από αυτές και κυρίως τα παραδοσιακά κέντρα, όπως η Σινώπη και η Αμισός διήλθαν μία νέα περίοδο ευημερίας και ευμάρειας. Η Σινώπη μάλιστα μετατράπηκε στην πρωτεύουσα του βασιλείου, ενώ στην Αμισό λειτούργησε το βασιλικό νομισματοκοπείο.

Το έντονο γεωγραφικό ανάγλυφο της περιοχής, είχε σαν αποτέλεσμα τον διαχωρισμό του βασιλείου σε δύο τμήματα, ένα παράλιο και ένα ορεινό, το οποίο εκτείνεται νοτίως των Ποντικών Άλπειων. Στο παράλιο την πρωτοκαθεδρία στην οικονομία, το εμπόριο, και την ναυτιλία διατηρούσαν οι ελληνικές πόλεις, ενώ στις νότιες επαρχίες του Πόντου, οχυρά κάστρα και νεοϊδρυθείσες πόλεις ολοκλήρωσαν τον διοικητικό χάρτη του βασιλείου.

Για πολιτικούς πρωτίστως λόγους, οι βασιλείς της δυναστείας, έλαβαν όλοι συζύγους ελληνικής καταγωγής, οι οποίες προέρχονταν από την δυναστεία των Σελευκιδών. Το γεγονός, αντανακλά την επιλογή της δυναστείας να εντάξει το βασίλειό της μεταξύ των σύγχρονων ελληνιστικών βασιλείων. Αποτέλεσμα της παραπάνω επιλογής υπήρξε η γενικότερη διαμόρφωση του χαρακτήρα του βασιλείου σύμφωνα με τα ελληνικά πρότυπα. Ο ελληνοκεντρικός χαρακτήρας του βασιλείου, αντανακλάται στα αρχαιολογικά ευρήματα, νομίσματα, έργα τέχνης και καθημερινής χρήσης καθώς και στις γραπτές πηγές. Σύμφωνα με αυτά, το βασίλειο μοιραζόταν κοινά χαρακτηριστικά, όσον αφορά την πολιτική οργάνωση, την διοίκηση και την λατρευτική ζωή των κατοίκων του με τα υπόλοιπα ελληνιστικά βασίλεια, με τα οποία διατηρούσε άλλοτε φιλικές σχέσεις και άλλοτε συγκρουόταν. Ανώτατος άρχον ήταν ο βασιλιάς, ο οποίος καθ’ όλη τη διάρκεια ζωής του βασιλείου καταγόταν από τη δυναστεία των Μιθριδατών. Ως επίσημες λατρείες αναγνωρίσθηκαν οι λατρείες των θεών του ελληνικού δωδεκάθεο, ενώ λατρεύονταν και τοπικές θεότητες, ανατολικής προέλευσης.

Το βασίλειο του Πόντου απέκτησε τη μεγαλύτερη φήμη του επί βασιλείας Μιθριδάτη VI Ευπάτορα. Ο Ευπάτωρας επέκτεινε τα εδάφη του βασιλείου σε όλη τη λεκάνη του Ευξείνου Πόντου και τη Μικρασιατική Χερσόνησο και αναμετρήθηκε με την ανερχόμενη δύναμη της εποχής, την Ρωμαϊκή αυτοκρατορία ως ίσος προς ίσο. Μετά τη διεξαγωγή τριών διαδοχικών πολέμων (Μιθριδατικοί πόλεμοι Ι-ΙΙΙ), ωστόσο, οι ρωμαϊκές δυνάμεις επικράτησαν των δυνάμεων του Ευπάτορα, ο οποίος υποχρεώθηκε σε ταπεινωτική ήττα και τελικά αυτοκτόνησε, στην Κριμαία, όπου είχε καταφύγει το τελευταίο διάστημα της ζωής του.

Μετά την πτώση του Βασιλείου του Πόντου, ο ύπατος Γνάιος Πομπήιος ενσωμάτωσε το μεγαλύτερο τμήμα του βασιλείου στην νεοϊδρυθείσα Επαρχία Πόντου Βιθυνίας. Το δυτικό τμήμα παραχωρήθηκε στον Δηιόταρο, τετράρχη της Γαλατίας και ονομάστηκε Πόντος Γαλατικός, ενώ η περιοχή ανατολικά του ποταμού Άλυ δόθηκε στον Πολέμωνα Ι και ονομάστηκε Πόντος Πολεμωνιακός.

Αντιπρόσωπος της Ρώμης στην επαρχία Πόντου Βιθυνίας τέθηκε ο ανθύπατος (proconsul) ο οποίος ασκούσε τη διοικητική, δικαστική και στρατιωτική εξουσία. Για τη διευκόλυνση της διοίκησης της επαρχίας, τα εδάφη της διαιρέθηκαν σε ένδεκα κοινότητες (conventus). Η διοικητική οργάνωση της επαρχίας ακολούθησε και βασίσθηκε σε αυτή του βασιλείου του Πόντου. Η μετάβαση επομένως από βασίλειο σε ρωμαϊκή επαρχία ήταν μάλλον ομαλή, καθώς δεν επέφερε σημαντικές αλλαγές. Ενδεικτική είναι ακόμη, η απουσία λεγεώνων από την περιοχή του Πόντου, η οποία αντανακλά τη χαλαρή άσκηση εξουσίας και ενδεχομένως και τη δυνατότητα των πόλεων για αυτοδιοίκηση.

Από τις σημαντικές αλλαγές που επέφερε η ρωμαϊκή κατάκτηση στην περιοχή του Πόντου, ήταν η επιβολή της φορολογίας και η χρήση του ρωμαϊκού δικαίου και ημερολογίου. Τέλος, έντονη ήταν η επέμβαση στην όψη των πόλεων, οι οποίες λαμπρύνθηκαν με δημόσια κτήρια εκλεπτυσμένης αρχιτεκτονικής και με μνημειώδης κατασκευές που βελτίωσαν τη ζωή των πολιτών, όπως υδραγωγεία και λιμάνια.

Η Ιστορία του Πόντου