Απόστολος Αθανασιάδης (Αποστολίκας)

Ένας από τους μεγαλύτερους εκπροσώπους της μουσικής παράδοσης της Ματσούκας στην Ελλάδα. Γεννήθηκε στα 1907 στην Ποπάρζα, ένα μικρό ορεινό χωριό της Ματσούκας και ήταν ο μικρότερος γιος μιας πολυμελούς οικογένειας. Από την παιδική του ηλικία μαθαίνει να παίζει λύρα. Σε ηλικία 7 χρονών ο Αποστολίκας εμφανίζει ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας και μεταβαίνει με τον πατέρα του στην Κωνσταντινούπολη. Έχοντας πάντα τη λύρα του σύντροφο και συνοδοιπόρο παραμένει για μεγάλο διάστημα στην Πόλη. Έτσι, έρχεται σε επαφή με νέα μουσικά ερεθίσματα και γοητεύεται από τον μουσικό πλούτο της Ανατολής.

Οι ιστορικές εξελίξεις της Γενοκτονίας και της Ανταλλαγής των Πληθυσμών διασκόρπισαν την οικογένειά του. Ενώ το έτος 1922 τους βρίσκει όλους στην Κωνσταντινούπολη, η πορεία προς την Ελλάδα δεν έμελλε να οδηγήσει σε κοινή εγκατάσταση. Ο πατέρας του και τα υπόλοιπα αδέλφια του αποβιβάστηκαν στη Θεσσαλονίκη και εγκαταστάθηκαν σε ένα κεφαλοχώρι της Πτολεμαΐδας, που σύντομα μετονομάστηκε σε Κομνηνά. Ο ίδιος βρέθηκε μόνος του στον Πειραιά, ενώ τα ίχνη της μητέρας του χάθηκαν. Η επανασύνδεση με την οικογένειά του γίνεται αρκετά χρόνια αργότερα και με άκρως συγκινητικό τρόπο. Κάποιος φίλος του Απόστολου, με τον οποίο συνυπηρετούσαν στο στρατό, καταγόταν από τα Κομνηνά. Σε συζήτηση στο καφενείο του χωριού εγκωμίαζε το φίλο του, τον λυράρη με το ιδιαίτερο χάρισμα. Ο πατέρας του Αποστολίκα, ακούγοντας τη συζήτηση, ρώτησε να μάθει το όνομά του. Έτσι, το ταλέντο και η φήμη του Αποστολίκα, ως λυράρη, ήταν τα στοιχεία που τον οδήγησαν πίσω στην οικογένειά του και τα Κομνηνά, τη δεύτερη πατρίδα του. Θα γίνει ο ακούραστος λυράρης του ποντιακού αυτού χωριού στο οποίο θα μεταφυτευθεί, αυτούσια, η μουσική παράδοση της Ματσούκας με τους παραδοσιακούς τραγουδιστές της, όπως τον Παντζάρ’ (Αντώνιος Παντζερίδης), τον Κακοχείμ’ τον Νικόλα από την Άγουρσα και τον Θόδωρο τον Πουγάρ’ (Θεόδωρος Πουγαρίδης) από την Ποπάρζα. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι το μοναδικό παίξιμο του Αποστολίκα στο Ματσουκάτ’κον το μακρύν απέσπασε τα επαινετικά σχόλια ακόμα και του ίδιου του Γώγου, με τον οποίο, όπως και με τον πατέρα του τον Σταύρη, διατηρούσαν στενή φιλία και αλληλοεκτίμηση.

Στα Κομνηνά έζησε σχεδόν ολόκληρη τη ζωή του. Παντρεύτηκε τη Γενοβέφα Παρθενοπούλου και απέκτησαν έξι παιδιά. Τα τελευταία χρόνια του τα πέρασε μέσα σε μια μόνιμη μελαγχολία, η οποία οφειλόταν στο γεγονός ότι και τα έξι παιδιά του είχαν μεταναστεύσει στο εξωτερικό. Μοναδική του παρηγοριά υπήρξε ένα μαγνητόφωνο με το οποίο κατέγραφε όλα τα γλέντια με τους συγχωριανούς του και έστελνε τις μαγνητοταινίες στα παιδιά του, ως ενθύμιο για την πατρίδα.

Η φήμη του, ως λυράρη, διαδόθηκε και στο εξωτερικό. Μάλιστα, λίγο πριν το θάνατο του, συμπατριώτες του που είχαν μεταναστεύσει στην Αμερική τον προσκάλεσαν να συμμετάσχει σε κάποια εκδήλωσή τους. Ο Αποστολίκας αποδέχθηκε την πρόσκληση. Τυπώθηκαν, μάλιστα, και αφίσες με την φωτογραφία του. Ωστόσο, η ξαφνική επιδείνωση της υγείας του δεν του επέτρεψε να πραγματοποιήσει ποτέ αυτό το ταξίδι. «Έφυγε» στις 2 Ιουλίου του 1976, σε ηλικία 69 ετών.

Έμεινε στη μνήμη όλων αυτών που τον γνώριζαν για την ανιδιοτέλειά του, την πραότητα του χαρακτήρα του και, φυσικά, για το παραδοσιακό και ανόθευτο παίξιμό του, το οποίο αποτελεί αντικείμενο μελέτης ακόμα και από σύγχρονους λυράρηδες. Θεωρείται, όχι άδικα, ίσως ο κορυφαίος λυράρης της πρώτης γενιάς στους σκοπούς της Ματσούκας.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ