Το αγγείον είναι πνευστό όργανο των Ελλήνων της Μαύρης Θάλασσας, το οποίο ανήκει στην οικογένεια του ασκαύλου. Οργανολογικά συγγενεύει με έναν μεγάλο αριθμό οργάνων που απαντώνται στο Αιγαίο, την Εγγύς και Μέση Ανατολή, τη Βόρεια Αφρική, την Ιβηρική Χερσόνησο και τις ακτές της Αδριατικής. Οι διαφορές του με την τσαμπούνα του Αιγαίου περιορίζονται σε διαφορές παικτικού κυρίως χαρακτήρα και λιγότερο σε κατασκευαστικού. Διαφορές επίσης συναντούμε στις τεχνικές κουρδίσματος του οργάνου καθώς και σε λεπτομέρειες που αφορούν την εμφάνισή του.
Η πορεία του στο χρόνο
Το αγγείον ήταν όργανο ιδιαίτερα αγαπητό και γνωστό στον Πόντο. Απο εκεί, μετά τα γεγονότα του’22,κατέφτασαν στην Ελλάδα αρκετοί οργανοπαίχτες (τουλουμτζήδες), που μεταλαμπάδευσαν την παράδοση αυτή και στην επόμενη γενιά. Από την δεκαετία του ’70 όμως, μέχρι και το τέλος του προηγούμενου αιώνα, το όργανο αυτό βρέθηκε στη μεγαλύτερη, ίσως, καμπή της μέχρι τώρα πορείας του στον χρόνο, καθώς οι εναπομείναντες μουσικοί ήταν ελάχιστοι και οι περισσότεροι από αυτούς, μεγάλης ηλικίας. Ο Christian Ahrens (1973), στο οργανολογικό άρθρο του για το αγγείον του Πόντου, αναφέρει πως κατά την εποχή της έρευνάς του (τέλη ’60-αρχές ’70), αγγείον έπαιζε περίπου το 15% των Ποντίων μουσικών.Ο Ahrens αναφέρει ακόμα. πως σύμφωνα πάντα με μαρτυρίες, παλαιότερα το ποσοστό αυτό ήταν ακόμα μεγαλύτερο. Επισημαίνει, παράλληλα, πως το συγκεκριμένο όργανο δεν προβαλλόταν ούτε από το ραδιόφωνο αλλά ούτε και από τον οργανωμένο χώρο των ποντιακών μουσικοχορευτικών και πολιτιστικών σωματείων. Αναφέρει χαρακτηριστικά πως στην δισκογραφία υπήρχαν μόλις έξι σχετικές ηχογραφήσεις. Η φθίνουσα αυτή πορεία συνεχίστηκε έτσι, ώστε κατά την δεκαετία του ’90, ο αριθμός τους να μην ξεπερνά τα δέκα άτομα.
Ένας σημαντικός παράγοντας που συνετέλεσε στη φθίνουσα αυτή πορεία του οργάνου,πιστεύω πως είναι και η δυσκολία που παρουσιάζει στο κούρδισμά του. Το μεγαλύτερο όμως πρόβλημα ήταν το ότι οι ενεργοί κατασκευαστές ήταν ελάχιστοι, καθώς το όργανο αυτό κατασκευαζόταν, ως επί το πλείστον, από τον ίδιο τον οργανοπαίχτη. Ο Ahrens αναφέρει πως το 1973 υπήρχε μόνο ένας ο οποίος ήξερε να κατασκευάζει όλα τα μέρη του οργάνου. Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα, το όργανο αυτό να είναι πολύ λίγο γνωστό στο ευρύτερο κοινό πριν δέκα περίπου χρόνια.
Το αγγείον στο σήμερα
Από την φύση του το αγγείον, λόγω του διαπεραστικού και συνεχόμενου ήχου του, είναι όργανο που ξεσηκώνει και ανεβάζει το κέφι του χορού. Η διάδοσή του λοιπόν ήταν θέμα χρόνου καθώς, λόγω αυτής του της φύσης αποκτά ολοένα και περισσότερους θαυμαστές σήμερα. Την τελευταία δεκαετία, το αγγείον έχει αρχίσει σταδιακά να διαδίδεται και να γίνεται γνωστό σε όλο και μεγαλύτερη μερίδα Ποντίων, χρόνο με τον χρόνο. Τα τελευταία χρόνια, ειδικότερα, υπάρχει σχεδόν σε κάθε πανηγύρι. Οι αγγειοπαίχτες που παίζουν επαγγελματικά και οι νέοι που στρέφονται προς αυτό το όργανο γίνονται ολοένα και περισσότεροι. Φυσικό και επόμενο είναι να έχει ανοίξει και το θέμα των καταγραφών και γενικότερα της έρευνας σε ότι αφορά στο όργανο αυτό. Επίσης, ήδη γίνονται και οι πρώτες προσπάθειες για την δημιουργία διαφόρων μεθόδων διδασκαλίας, καθώς η ζήτηση για εκμάθηση αγγείου έχει ανέβει κατακόρυφα. Το σημαντικότερο πιστεύω είναι, πως το όργανο αυτό έχει πλέον ανακτήσει την παλαιά του αίγλη και έχει ξαναπάρει την θέση του, ως ένα ζωντανό κομμάτι του μουσικού μας πολιτισμού. Ο κίνδυνος να μείνει στην βιτρίνα κάποιου μουσείου και να αποτελεί απλά στοιχείο ιστορικής μελέτης, νομίζω πως, προς το παρόν, τουλάχιστον, έχει ξεπεραστεί. Πιστεύω πως αυτό που θα απασχολεί από εδώ και πέρα τους λάτρεις του, δεν θα είναι η διάσωσή, αλλά η μελέτη και η περαιτέρω εξέλιξή του.
Τα μέρη του αγγείου είναι τα εξής:
- Το πoστ (ασκί από δέρμα κατσίκας)
- Το φυσερόν (επιστόμιο)
- Ο αλεπός (βαλβίδα αντεπιστροφής)
- Το βαρελάκι (εξάρτημα που επιτρέπει την σύνδεση του αγγόξυλου στον ασκό χωρίς την χρήση σκοινιού. Το βαρελάκι είναι μια σύγχρονη προσθήκη στο αγγείο, η οποία εφαρμόζεται τα τελευταία χρόνια, και χαίρει πλέον ευρείας αποδοχής).
- Το αγγόξυλον (η συσκευή παραγωγής ήχου, η οποία αποτελείται από δύο καλαμένιους αυλούς, που καθένας τους έχει από πέντε τρύπες)
- Τα τσιμπόνια (μονά επικρουστικά γλωσσίδια τύπου κλαρινέτου)
Απόσπασμα από άρθρο του Σεραφείμ Μαρμαρίδη, μουσικού και κατασκευαστή οργάνων.