Ιστορική Γεωγραφία της νότιας Μαύρης Θάλασσας κατά την αρχαιότητα

Η περιοχή της νότιας Μαύρης Θάλασσας, γνωστή και ως Πόντος, αποτελεί ουσιαστικά μια στενή λωρίδα γης από δυτικά προς ανατολικά, μήκους περίπου 1000 χιλιομέτρων, που δημιουργείται καθώς οι Ποντίδες, δηλαδή οι Παφλαγονικές και Ποντικές Άλπεις φτάνουν πολύ κοντά στη θάλασσα, απομονώνοντας έτσι την ακτή από το εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Ο ποταμός Άλυς, αλλά και ο γειτονικός του Ίρις, καθώς έρχονται από τα νότια και εκβάλλουν στη Μαύρη Θάλασσα, σχηματίζουν μια κοιλάδα ανάμεσά τους, η οποία αποτελεί τη μοναδική φυσική δίοδο από τη θάλασσα προς το εσωτερικό.

Η απομόνωση αυτή της ακτής είχε σημαντικές συνέπειες. Για παράδειγμα, οι λαοί που έζησαν σε αυτήν συνδέθηκαν πολιτισμικά και οικονομικά τόσο με την υπόλοιπη Μικρά Ασία όσο, και ίσως περισσότερο, και με την υπόλοιπη Μαύρη Θάλασσα. Από την άλλη, κατά την προϊστορική περίοδο, οι πανίσχυροι Χετταίοι, που κατείχαν σχεδόν ολόκληρη την Ανατολία, δεν κατάφεραν να κατακτήσουν τη βόρεια ακτή της και το ίδιο ισχύει και αργότερα με τους Φρύγες. Κατά την πρώτη χιλιετία π.Χ. στη στενή ακτή της νότιας Μαύρης Θάλασσας συνωστίζονταν πολλά φύλα, στα δυτικά θρακικής προέλευσης, στο κέντρο μικρασιατικής και στα ανατολικά κολχικής ή ακόμα και σκυθικής. Από τα δυτικά προς τα ανατολικά, οι Βιθυνοί, οι Μαριανδυνοί, οι Παφλαγόνες, οι Λευκοσύροι, οι Χάλυβες, οι Τιβαρηνοί, οι Μοσσύνοικοι, οι Μάκρωνες και οι Κόλχοι είναι μερικά μόνο από τα φύλα αυτά. 

Παρά τη φυσική της απομόνωση, η ακτή προσέφερε στους κατοίκους της πολλές οικονομικές δυνατότητες, πέρα από την ιχθυοκαλλιέργεια, την κτηνοτροφία και την ξυλεία, καθώς κατά τόπους ήταν πλούσια σε διαφόρων ειδών καρποφόρα δέντρα, σιτηρά, μέλι, αμπέλια, αλυκές, αλλά και ορυκτά. Ο ιστορικός Πολύβιος έγραψε τον 2ο αιώνα π.Χ. ότι ο Πόντος διαθέτει όλα όσα χρειάζονται για να υποστηρίξουν την ανθρώπινη ζωή. 

Υπάρχουν σημαντικές ενδείξεις ότι οι Έλληνες γνώριζαν τη Μαύρη Θάλασσα και πιθανότατα ταξίδευαν κατά καιρούς σε αυτήν ήδη από τα μυκηναϊκά χρόνια. Τον 8ο αιώνα π.Χ. τα ταξίδια αυτά εντάθηκαν και οδήγησαν στις πρώτες εγκαταστάσεις Ελλήνων, κατά πάσα πιθανότητα από την κεντρική Ελλάδα. Οι εγκαταστάσεις αυτές ήταν κυρίως «εμπόρια», δηλαδή εμπορικοί σταθμοί όπου Έλληνες και ντόπιοι αντάλλασσαν προϊόντα. Έτσι ξεκίνησαν οι πρώτες ουσιαστικές επαφές ανάμεσα στους Έλληνες και τους αυτόχθονες λαούς της περιοχής. Πολύ σύντομα οι επαφές αυτές οδήγησαν σε έναν οργανωμένο αποικισμό της ακτής, κυρίως από τους Ίωνες Μιλήσιους, αλλά αργότερα και από τους Δωριείς Μεγαρείς. Οι πρώτες μεγάλες Ελληνικές αποικίες ήταν η Σινώπη, πιθανότατα η αρχαιότερη από όλες, στη θέση ενός ήδη υπάρχοντος εμπορίου, το Τίειον, η Αμισός και η Ηράκλεια. Συστηματικές ανασκαφές στο Τίειον, τη μόνη ελληνική αποικία που μπορεί ουσιαστικά να ερευνηθεί αρχαιολογικά, καθώς ποτέ δεν χτίστηκε νεότερη πόλη στα ερείπιά της, έφεραν πρόσφατα στο φως θραύσματα ελληνικής κεραμικής του πρώτου μισού του 7ου αιώνα π.Χ.

Ο ελληνικός αποικισμός της Μαύρης Θάλασσας ήταν αποτέλεσμα διαφόρων παραγόντων, οι σημαντικότεροι των οποίων ήταν οικονομικού χαρακτήρα, όπως μαρτυρά και η ίδια η ύπαρξη των εμπορίων. Οι ελληνικές αποικίες σύντομα αναπτύχθηκαν τόσο, ώστε ήταν σε θέση να ιδρύσουν δικές τους αποικίες, τις λεγόμενες δευτερεύουσες αποικίες. Έτσι, η Σινώπη ίδρυσε τα Κοτύωρα, την Κερασούντα, την Τραπεζούντα και την Αρμένη στην ίδια ακτή, και η Ηράκλεια τη Χερσόνησο στη βόρεια Μαύρη Θάλασσα, στη χερσόνησο της Κριμαίας. Η μεγάλη και γρήγορη επιτυχία του ελληνικού αποικισμού οφείλεται σημαντικά και στον ρόλο των ντόπιων λαών, οι οποίοι, αν και θα μπορούσαν να εμποδίσουν τους λιγοστούς πρώτους Έλληνες αποίκους, όντας σαφώς πολυπληθέστεροι και ισχυρότεροι στην περιοχή τους, δεν το έκαναν, παρακινούμενοι κυρίως από δύο κίνητρα. 

Το πρώτο ήταν το οικονομικό, ανάλογο με αυτό των Ελλήνων, καθώς αντιλήφθηκαν ότι οι ανταλλαγές με τους Έλληνες ανέπτυσσαν και τη δική τους οικονομία και παραγωγή. Υπήρχε όμως και ένα πολιτικό-διπλωματικό κίνητρο: αρκετοί από τους αυτόχθονες λαούς της ακτής βρίσκονταν συχνά σε διαμάχη με τους γείτονές τους αναφορικά με την τοποθέτηση των συνόρων τους. Στην άφιξη ενός τρίτου, ξένου λαού έβλεπαν τη δυνατότητα απόκτησης ενός συμμάχου στις διαμάχες αυτές, όπως υποδηλώνουν ορισμένα περιστατικά που αποτυπώθηκαν συμβολικά στην ελληνική μυθολογία. Ιδιαίτερα η ίδρυση των δευτερευουσών αποικιών θεωρείται σήμερα ότι οφείλει πολλά στη συμβολή των ντόπιων πληθυσμών.

Οι Έλληνες των αποικιών του Πόντου δημιούργησαν σημαντικές πόλεις κατά το ελληνικό πρότυπο, με έντονη οικονομική και πολιτισμική δραστηριότητα στην κλασική και ελληνιστική εποχή. Τα αρχαιολογικά ευρήματα και οι γραπτές πηγές καταδεικνύουν εμπορικές επαφές με ολόκληρη τη Μαύρη Θάλασσα, την Ελλάδα και την ανατολική Μεσόγειο. Έτσι οι Έλληνες μέσα σε λίγους αιώνες έγιναν πλέον και αυτοί ουσιαστικά ντόπιοι στη νότια Μαύρη Θάλασσα, και μάλιστα κυρίαρχοι σε διάφορους τομείς. Σε αυτό βοήθησε σημαντικά η γλώσσα τους που είχε γραφή, σε αντίθεση με όλες τις ντόπιες γλώσσες, που ήταν μόνο προφορικές, καθώς και η ιδιαίτερα επιδραστική τέχνη τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν το 400 π.Χ. ο Ξενοφών με τους στρατιώτες του (τους Μυρίους), επιστρέφοντας στην Ελλάδα από τον χαμένο πόλεμο στην Περσία, σκέφτηκε να ιδρύσει στην ακτή μια νέα ελληνική αποικία, έμποροι από την Ηράκλεια και τη Σινώπη, δύο από τις οικονομικά ισχυρότερες ελληνικές αποικίες, αντέδρασαν έντονα και έκαναν τα πάντα για να αποτρέψουν κάτι τέτοιο (και τελικά το κατάφεραν, ακόμα και με δωροδοκία), που θα έθετε σε κίνδυνο τη δική τους οικονομική κυριαρχία. 

Αλλά και αργότερα, ο Μέγας Αλέξανδρος δεν έδειξε προθυμία να ασχοληθεί με τις ελληνικές πόλεις της βόρειας μικρασιατικής ακτής, όπως για παράδειγμα έκανε με αυτές της δυτικής απελευθερώνοντάς τες, καθώς αφενός οι πόλεις του Πόντου βρίσκονταν μακριά από τον δρόμο του και αφετέρου αντιμετώπιζε τους πολίτες τους περισσότερο ως υπηκόους του Πέρση βασιλιά (όλη η ακτή είχε από τον 6ο αιώνα π.Χ. περιέλθει στην περσική αυτοκρατορία) παρά ως μετόχους του «κοινού των Ελλήνων», τουλάχιστον σύμφωνα με τον Αρριανό (Αλεξάνδρου Ανάβασις 3.24.4). Κατά την ελληνιστική περίοδο, η νότια Μαύρη Θάλασσα πέρασε σταδιακά στο Βασίλειο του Πόντου, ενώ μετά το τέλος του Τρίτου Μιθριδατικού Πολέμου το 63 π.Χ. και την ήττα του βασιλιά Μιθριδάτη Στ΄ Ευπάτορα, εντάχθηκε στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Κατά τη ρωμαϊκή περίοδο χτίστηκαν ακόμα περισσότεροι οικισμοί, στρατιωτικές και λιμενικές εγκαταστάσεις στην ακτή, που ξεπέρασαν τις εκατό. Πολλές από αυτές ήταν προσβάσιμες μόνο από τη θάλασσα, εξαιτίας του κατά τόπους απότομου ορεινού αναγλύφου.



Η Ιστορία του Πόντου